ὑπετείνατο

ὑπετείνατο
ὑποτείνω
stretch under
aor ind mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποτείνω — (I) ὑποτείνω, ΝΜΑ [τείνω] (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. υποτείνουσα αρχ. 1. τοποθετώ τεντωμένο κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑποτείνειν δοκίδα ὑπὸ τὴν κλίνην», Ιπποκρ.) 2. τεντώνω με δύναμη («ὑπότεινε δὴ πᾱς καὶ κάταγε τοῑσιν κάλῳς», Αριστοφ.) 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”